φιρικιά

φιρικιά
και παλ. τ. φηρικιά και φηρηκιά, η, Ν [φιρίκι]
ποικιλία μηλιάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιρικιά — η ποικιλία μηλιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φηρηκιά — η, Ν βλ. φιρικιά …   Dictionary of Greek

  • φιρίκι — το (λ. τουρκ.), ο καρπός της φιρικιάς (βλ. λ.), είδος μήλου: Φιρίκια Βόλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”